κιναιδεία

κιναιδεία
κιναιδεία, ἡ (Α) [κιναιδεύομαι]
1. η παρά φύσιν ασέλγεια, η παθητική ομοφυλοφιλία
2. στον πληθ. αἱ κιναιδεῑαι
οι τρόποι συμπεριφοράς τών κιναίδων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κιναιδείας — κιναιδείᾱς , κιναιδεία unnatural lust fem acc pl κιναιδείᾱς , κιναιδεία unnatural lust fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κιναιδία — κιναιδία, ἡ (Α) [κίναιδος] 1. κιναιδεία* 2. η αναίσχυντη και κακοήθης συμπεριφορά …   Dictionary of Greek

  • λακκοπρωκτία — λακκοπρωκτία, ἡ (Α) [λακκόπρωκτος] 1. το να έχει κάποιος ευρύ πρωκτό 2. η παρά φύσιν συνουσία, κιναιδεία …   Dictionary of Greek

  • μαλακία — Μεγάλο φύλο του ζωικού βασιλείου, το οποίο περιλαμβάνει ζώα με μαλακό σώμα –όπως υποδηλώνει και η ονομασία τους– το οποίο βρίσκεται μέσα σε ένα σκληρό ασβεστολιθικό κέλυφος. Στερούνται μεταμέρειας και έχουν αμφίπλευρη συμμετρία, η οποία μερικές… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”